Κήρυγμα Κυριακής Γ´ Λουκά | 6 Οκτωβρίου 2024
- 05/10/2024
Λουκᾶς 7:11-16 (Ἡ θεραπεία τοῦ υἱοῦ τῆς χήρας τῆς Ναΐν)
Ἡ εὐαγγελικὴ περικοπή, ποὺ διαβάσαμε σήμερα, διηγεῖται τὴν ἀνάσταση τοῦ υἱοῦ τῆς χήρας στὴν κωμόπολη Ναΐν.
Ὁ Χριστός, μαζὶ μὲ ἀρκετοὺς μαθητές του καὶ πολὺὄχλο, ποὺ δὲν εἶναι ἀπὸ τοὺς τακτικοὺς ἀκροατές του, πηγαίνει στὴ Ναΐν. Στὰ ἑβραϊκὰ ἡ λέξη σημαίνει “ὡραία”. Φαίνεται ὅτι ἦταν πολὺ ὄμορφη κωμόπολη. Τὰ ἐρείπιά της ὑπάρχουν κοντὰ στὴν Καπερναούμ.
Ὁ Κύριος πλησιάζει τὴν πύλη τῆς κωμόπολης καὶσυναντᾶ κηδεία. Βλέπει ὅτι γίνεται κηδεία ἑνὸς νέου, ὁ ὁποῖος ἦταν τὸ μονάκριβο παιδὶ τῆς μητέρας του, καὶμάλιστα χήρας. Φαντασθεῖτε τὸν πόνο καὶ τὸν σπαραγμὸτῆς μάνας. Αὐτὸς ὁ νέος, στὸ ἄνθος τῆς ἡλικίας του, ἦτανὅλη ἡ οἰκογένεια τῆς γυναίκας, ἡ παρηγοριά της. Ὁ Κύριος βλέπει τὴ μάνα καὶ τὴ σπλαχνίζεται, τὴ λυπᾶται. Δείχνει ὅλη τὴ συμπάθειά του.
Ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, αὐτὸς ποὺδάκρυσε γιὰ τὸν φίλο του τὸν Λάζαρο καὶ πίεσε τὸν ἑαυτότου, γιὰ νὰ μὴ ξεσπάσει σὲ κλᾶμα, συγκινεῖται βαθύτατα. Αὐτὸ ποὺ ἔβλεπε, ἦταν πολὺ ὀδυνηρό, χειρότερο ἀπὸ μία συνηθισμένη κηδεία. Καὶ ὅμως, παραγγέλλει στὴνἀπαρηγόρητη μητέρα νὰ μὴ κλαίει. Πλησιάζει, πιάνει τὸφέρετρο, γιὰ νὰ μὴ προχωρήσουν αὐτοὶ ποὺ τὸ μετέφεραν, καὶ λέγει στὸν νέο: «Νεανίσκε, σὲ σένα λέγω, σήκω». Ὁ νεκρὸς «ἀνεκάθισε», δηλαδή, σηκώθηκε ἐπάνω στὸφέρετρο καὶ ἀπὸ ἀνάσκελα πῆρε στάση καθιστική. Ἄρχισε, μάλιστα, νὰ ὁμιλεῖ, ἀπόδειξη ὅτι ξανάρχισε νὰ ζῆ. Ὁ Χριστὸς τὸν δίνει στὴ μητέρα του.
Μπροστὰ σὲ αὐτὸ τὸ καταπληκτικὸ θέαμα, φόβος καταλαμβάνει ὅλους τοὺς παρευρισκόμενους. Ἀλλὰ δὲνεἶναι μόνον ὁ φόβος. Ὅλοι δοξάζουν τὸν Θεὸ καὶ λέγουν ὅτι μεγάλος προφήτης ἐμφανίσθηκε ἀνάμεσά τους. Πράγματι, ὁ Χριστὸς ἦταν ὁ προφήτης, τὸν ὁποῖοὑποσχέθηκε ὁ Μωυσῆς στὸ Δευτερονόμιο, ὅταν ἔλεγε: «Ὁ Κύριος καὶ Θεός σου θὰ φέρει προφήτη ἀπὸ τοὺς ἀδελφούςσου, σὰν ἐμένα. Αὐτὸν θὰ ἀκούσετε». Καὶ δὲν ἦταν μόνον αὐτὸ ποὺ ἔλεγε ὁ λαός. Διαπίστωναν ὅτι ὁ Θεὸςἐπισκέφθηκε τὸν λαό του, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀνάμεσά τους, μαζί τους. Τί καταπληκτικό! Ἡ προφητεία τοῦ προφήτη Ἠσαΐα στὸ ἕβδομο κεφάλαιο, ὅτι ἡ Παρθένος θὰ γεννήσει υἱὸ καὶ θὰ τὸν ὀνομάσουν Ἐμμανουήλ, δηλαδή, εἶναι μαζί μας ὁ Θεός, ἐκπληρώνεται ἀπὸ τὰ γεγονότα καὶ ὄχι κατὰλέξη. Ὁ εὐσεβὴς λαός, ποὺ βλέπει τὰ θαύματα, τὰ σημεῖα, ποὺ δείχνουν ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι καὶ Θεός, ἀναφωνεῖ ὅτι ὁ Θεὸς θυμήθηκε τὸν λαό του, ὁ Θεὸς εἶναι μαζί του καὶ τὸνστηρίζει. Εἶναι δὲ τόσο μοναδικὸ αὐτὸ ποὺ συνέβη στὴνἄσημη κωμόπολη τῆς Ναΐν, ὥστε σὲ ὅλη τὴν Ἰουδαία καὶσὲ ὅλα τὰ περίχωρα τῆς Ναΐν διαδόθηκε ὄχι μόνον τὸγεγονὸς τῆς ἀναστάσεως τοῦ νεανίσκου, ἀλλὰ καὶ τὸσυμπέρασμα τοῦ λαοῦ, ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι μεγάλος προφήτης καὶ ὁ Θεὸς ἐπισκέφθηκε τὸν λαό του.
Ἡ πιὸ φλογερὴ ἀναζήτηση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ χαρά, ἡ ζωή. Ὅμως ἡ ζωή μας εἶναι ζυμωμένη μὲ τὸν πόνο. Καταλήγει στὸν θάνατο. Πάντοτε εἶναι βαρὺς ὁ θάνατος, ἀλλὰ ἰδιαίτερα βαρὺς εἶναι, ὅταν ἁρπάζει νέα βλαστάρια. Στὴν περίπτωση τῆς Ναΐν ὁ θάνατος εἶναι ἀκόμη πιὸσκληρός, γιατί ἡ μάννα μένει μόνη, χήρα. Τώρα ἔχασε μία ἐλπίδα, τὸ παιδί της. Ποιός μπορεῖ νὰ παρηγορήσει αὐτὸντὸν πόνο; Μόνον ἕνας ἔχει τὴ δύναμη νὰ πλησιάσει τὴχαροκαμένη μάνα καὶ νὰ τῆς πεῖ: «Μὴ κλαῖε». Αὐτὸ τὸ “μὴ κλαῖς” μόνον ἕνας μπορεῖ νὰ τὸ πεῖ, ὁ νικητὴς τοῦ θανάτου, ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Ὅλοι πονοῦμε μὲπαρηγοριά, γιατί Αὐτὸς σηκώνει τὸ δικό μας βαρὺ φορτίο.
Αὐτὸς εἶναι ποὺ συγκρούσθηκε μὲ τὸν θάνατο καὶ τὸν κατενίκησε στὴν περίπτωση τῆς Ναΐν. Στὴν πύλη τῆςκωμόπολης ἡ πομπὴ τῆς ζωῆς, ὁ ζωοδότης Κύριος, συναντήθηκε μὲ τὴν πομπὴ τοῦ θανάτου καὶ τὸν συνέτριψε. Ὁ Κύριός μας ἀνέστησε τὸν νεανίσκο τῆς Ναΐν, ἀλλὰ καὶμὲ τὴ δική του, τὴν ἐκ νεκρῶν ἀνάσταση, μᾶς δίνει τὴνἐγγύηση ὅτι δὲν θὰ μᾶς ἐγκαταλείψει στὸν θάνατο. Θὰ μᾶςἀναστήσει.
Ὅλοι μας βρισκόμαστε ἀντιμέτωποι μὲ τὴ σκληρὴπραγματικότητα τοῦ θανάτου. Ὁ θάνατος εἶναι τὸ κοινό μας χρέος, ὁ κλῆρος ὅλων. Ἀλλὰ ὁ θάνατος εἰσῆλθε στὴνζωή μας ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας, ἀπὸ φθόνο τοῦδιαβόλου, ὅπως διαβάζουμε στὴ Γραφή. Μπροστὰ στὸνθάνατο πονοῦμε, θρηνοῦμε, κλαῖμε. Ἄλλωστε, ὅπωςεἴπαμε, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος δάκρυσε μπροστὰ στὸ μνῆμα τοῦφίλου του, τοῦ Λαζάρου. Οἱ πρῶτοι Χριστιανοί ἔκλαψανπολὺ τὸν Στέφανο, τὸν ἕνα ἀπὸ τοὺς ἑπτά, ποὺ πέθανε μὲτὸν βίαιο θάνατο διὰ λιθοβολισμοῦ. Ἀλλὰ πονοῦμε μὲ τὴνἐλπίδα στὴν ἀνάσταση, μὲ τὴν παρήγορη φωνὴ τοῦ Κυρίου: «Μὴ κλαῖε». Στὴν ἐξόδιο ἀκολουθία ψάλλουμε: “Θὰ ζῆ ἡ ψυχή μου καὶ θὰ σὲ ὑμνεῖ, Κύριε”. Μακαρία λέγουμε τὴνὁδὸ τοῦ θανάτου. Οἱ θεοφώτιστοι Πατέρες μᾶς συνιστοῦνμπροστὰ στὸν θάνατο οὔτε ἀπαθεῖς νὰ εἴμαστε οὔτεπολυπαθεῖς· νὰ μὴ ἀντιμετωπίζουμε τὸν θάνατο οὔτε μὲἀπάθεια, ἀλλὰ οὔτε καὶ νὰ πάσχουμε πολύ.
Οἱ Χριστιανοὶ τῆς πρώτης Ἐκκλησίας ἀντιμετώπιζαντὸν θάνατο μὲ τὴν ἀπόλυτη βεβαιότητα ὅτι θὰ ἀναστηθοῦν. Δὲν ἔγραφαν γιὰ τὸν νεκρὸ ὅτι ἀπέθανε, ἀλλὰ ὅτι ἐκοιμήθη. Γι’ αὐτό, τὰ μνήματα δὲν τὰ λέμε νεκροταφεῖα, ἀλλὰκοιμητήρια. Τότε οἱ Χριστιανοὶ ἔπαιρναν τὰ λείψανα τῶνμαρτύρων, τὰ ἔθαβαν μὲ μεγάλες τιμὲς καὶ τὴν ἡμέρα τοῦμαρτυρίου τὴ γιόρταζαν ὡς ἡμέρα τῶν γενεθλίων τους. Στὶςκατακόμβες βρίσκουμε παραστάσεις ποὺ εἰκονίζουν τὴνἄγκυρα, δηλαδή, τὴν ἐλπίδα, τὴν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου, τὸν Ἰωνᾶ ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τοῦ κήτους. Ὅλα αὐτὰμαρτυροῦν τὴ βαθειὰ πίστη τῆς Ἐκκλησίας στὴν ἀνάσταση. Στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως λέμε ὅτι προσδοκοῦμε τὴνἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Ἀλλὰ ζοῦμε αὐτὴν τὴν ἀλήθεια; Ἤ μήπως ἀπελπιζόμαστε καὶ δὲν πιστεύουμε ὅτι θὰξανασυναντηθοῦμε μὲ τοὺς ἀγαπημένους μας;
Ἡ ἀκλόνητη ἀπόδειξη ὅτι θὰ ἀναστηθοῦμε μία ἡμέραεἶναι τὸ ἱστορικὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Εἶναι πραγματικότητα. Εἶναι ἡ ἐγγύηση γιὰ τὴ δική μας ἀνάσταση. Ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀποδεχθοῦμε αὐτὴν τὴ μεγάλη ἀλήθεια, χρειάζεται ἐμεῖς νὰ ἔχουμε ἀναστηθεῖ ἀπὸ τὰ δικά μας μνήματα τῶν ἐπιθυμιῶν. Μὲ αὐτὴν τὴν ἠθικὴἀνάστασή μας παίρνουμε τὴν προκαταβολή, τὸ καππάροτῆς δικῆς μας, τῆς σωματικῆς ἀναστάσεως μετὰ ἀπὸ τὸνθάνατο. Εἴτε ζοῦμε, εἴτε ἀποθνήσκουμε, τοῦ Κυρίου εἴμαστε. Τὸν πόνο καὶ ἰδιαίτερα ἐκεῖνον τοῦ θανάτου τὸνἀντιμετωπίζουμε μὲ τὴν ἐλπίδα στὸν Κύριό μας. Αὐτὸς μᾶςλέγει: “ Ἐκτὸς ἀπὸ μένα δὲν σᾶς σώζει κανείς”. Αὐτὸς μᾶςδίνει τὴ δύναμη νὰ φθάσουμε ἀπὸ τὸ κέντημα τοῦ πόνου στὴν ἱερότητα τοῦ πόνου.
Εκ της Ιεράς Μητροπόλεως