Κήρυγμα Ιεράς Μητροπόλεως Φλωρίνης, Πρεσπών και Εορδαίας για την Κυριακή Ε´ Λουκά (3 Νοεμβρίου 2024)
- 02/11/2024
Εὐαγγέλιο: Λουκᾶς 16:19-31
Ἡ παραβολὴ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου
Ἡ παραβολή, ποὺ ἀκούσαμε σήμερα, κάνει λόγο γιὰ τὸν πλούσιο καὶ τὸν πτωχὸ Λάζαρο. Ἀποτελεῖ συνέχεια τῆς διδασκαλίας τοῦ Κυρίου γιὰ τὴν καλὴ χρήση τῶν ἐπιγείων ἀγαθῶν. Σὲ αὐτὴν τὴν παραβολὴ ὁ Κύριος δὲν παίρνει εἰκόνες ἀπὸ τὸν φυσικὸ κόσμο, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν μεταφυσικὸ καὶ ὑπερφυσικὸ κόσμο.
Τὸ πρῶτο πρόσωπο τῆς παραβολῆς εἶναι ἕνας πλούσιος. Ἐξωτερικὰ ἦταν ντυμένος μὲ τὴν πορφύρα, ἔνδυμα κόκκινο καὶ πανάκριβο, καὶ ἐσωτερικὰ μὲ τὴ βύσσο, δηλαδή, λεπτὸ λινὸ ὕφασμα. Κάθε μέρα ζοῦσε μὲ ἀπολαύσεις καὶ φανταχτερά. Ἀξίζει νὰ προσέξουμε ὅτι ὁ πλούσιος ἀναφέρεται χωρὶς τὸ ὄνομά του. Βέβαια εἶναι παραβολή, καὶ δὲν θὰ περιμέναμε κάποιο συγκεκριμένο ὄνομα. Ὅμως καὶ αὐτὸ ἔχει τὴ σημασία του. Τὸ δεύτερο πρόσωπο εἶναι ὁ πτωχός, τὸν ὁποῖο ὁ Κύριος ἀποκαλεῖ Λάζαρο. Ἐπίτηδες τὸν ὀνομάζει ἔτσι, γιατί τὸ ὄνομα Λάζαρος σημαίνει, ὁ Θεὸς εἶναι βοηθός μου. Τὰ ὀνόματα τῶν δικαίων εἶναι γραμμένα καὶ στὴ βίβλο τῆς ζωῆς. Ὁ Λάζαρος ἦταν παραπεταμένος μπροστὰ στὴν πόρτα τοῦ πλουσίου καὶ ἐπιθυμοῦσε νὰ χορτάσει ἀπὸ τὰ ψίχουλα, ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου. Ὅμως δὲν ἦταν μόνον πτωχός. Ἦταν καὶ γεμᾶτος πληγές. Ἐπειδὴ δὲ ἦταν σχεδὸν γυμνός, οἱ σκύλοι ἔρχονταν καὶ ἔγλειφαν τὶς πληγές του.
Αὐτὰ συνέβαιναν σὲ αὐτὴν τὴν ζωή. Ἀλλὰ ἡ ζωὴ αὐτὴ κάποτε τελειώνει. Εἶναι σὰν τὴν αὐλαία τοῦ θεάτρου, ποὺ κλείνει καὶ τελειώνει τὸ θέατρο.
Ἀπέθαναν καὶ ὁ πτωχὸς Λάζαρος καὶ ὁ πλούσιος. Τὸν Λάζαρο οἱ ἄγγελοι τὸν μετέφεραν στὶς ἀγκάλες τοῦ Ἀβραάμ, στὴν αἰώνια ἀνάπαυση. Ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ πλουσίου μεταφέρθηκε στὴν ἀγκάλη τοῦ πολὺ πλουσίου Ἀβραάμ, ὁ ὁποῖος ἂν καὶ πλούσιος, ἦταν πάντα φιλόξενος. Συνέβη νὰ πεθάνει καὶ ὁ πλούσιος, ποὺ ὁπωσδήποτε τὸν ἔθαψαν μὲ τιμές, πομπὴ καὶ πολυτέλεια. Αὐτὸ τοὐλάχιστον ὑπονοεῖ τὸ ρῆμα «ἐτάφη», σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν θάνατο τοῦ Λαζάρου, ποὺ ὡς πτωχὸ καὶ γεμᾶτο πληγὲς μπορεῖ καὶ νὰ τὸν ἔρριξαν σὲ ἕνα λάκκο.
Ἐδῶ στὸν ὑπερφυσικὸ κόσμο ἀλλάζουν τὰ πράγματα. Ὁ πλούσιος βασανίζεται. Εἶναι στὸν ἅδη, ποὺ δὲν σημαίνει ἀπαραίτητα τὴν κόλαση, ἀλλὰ τὴν κατάσταση τῆς ἀτέλειωτης δυστυχίας, ἡ ὁποία θὰ αὐξηθεῖ στὴ γενικὴ κρίση. Σηκώνει τὰ μάτια του καὶ βλέπει ἀπὸ μακριὰ τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὸν Λάζαρο στοὺς κόλπους του. Εἶναι πολὺ βαρὺ γι’ αὐτὸν νὰ βλέπει τὸν Λάζαρο νὰ ἀπολαμβάνει τὴ γαλήνη, ἐνῶ αὐτὸς βασανίζεται. Φωνάζει καὶ ζητεῖ ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ, τὸν ὁποῖο ἀποκαλεῖ πατέρα, νὰ τὸν λυπηθεῖ, νὰ στείλει τὸν Λάζαρο, γιὰ νὰ βουτήξει τὴν ἄκρη τοῦ δακτύλου του στὸ νερὸ καὶ νὰ δροσίσει τὴ γλῶσσα του, γιατί βασανίζεται μέσα σὲ αὐτὴν τὴ φλόγα. Ἡ εἰκόνα τῆς φωτιᾶς δὲν σημαίνει ὑλικὴ φωτιά. Ἁπλῶς ἡ Γραφὴ χρησιμοποιεῖ εἰκόνες ἀνθρώπινες, γιατί αὐτὲς καταλαβαίνουμε. Ὁ Ἀβραάμ, ποὺ ἀποκαλεῖ τέκνο τὸν πλούσιο, μολονότι ἀποδείχθηκε ἀνάξιος, τοῦ θυμίζει, ἐπειδὴ οἱ νεκροὶ διατηροῦν τὴν ἀνάμνηση τῆς ἐπίγειας ζωῆς, ὅτι ἀπόλαυσε στὴν ζωή του τὰ ἀγαθά του, δηλαδή, τὰ φθαρτὰ ἀγαθά. Ἀντίθετα ὁ Λάζαρος ἀπόλαυσε τὰ κακὰ τῆς δυστυχίας του. Μὲ ὑπομονὴ καὶ καρτερικότητα ἔζησε μέσα στὴ φτώχεια καὶ στὴν ἀρρώστια. Τώρα ἐκεῖ πλέον ἔχει τὴν παρηγοριά του, ἐνῶ ὁ πλούσιος βασανίζεται. Ἄλλωστε ὑπάρχει μεγάλο χάσμα ἀνάμεσα στὶς δύο καταστάσεις, ἀδιάβατο. Ἡ λέξη «χάσμα» εἶναι ἀνθρωπομορφική. Δηλώνει ὅτι στὴ μετά θάνατον ζωὴ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ἐπικοινωνία ἀνάμεσα στοὺς δικαίους καὶ στοὺς ἀδίκους.
Ἀλλὰ ὁ πλούσιος ἐπιμένει καὶ παρακαλεῖ τὸν Ἀβραὰμ νὰ στείλει τὸν Λάζαρο στὸ πατρικὸ σπίτι, στοὺς πέντε ἀδελφούς του, γιὰ νὰ τοὺς βεβαιώσει σχετικὰ μὲ ὅσα συμβαίνουν σὲ ἐκείνην τὴ μετὰ θάνατον κατάσταση καὶ νὰ μὴ ἔλθουν στὸν τόπο, ὅπου αὐτὸς βασανίζεται. Ἐνῶ δὲ ὁ Ἀβραὰμ τοῦ τονίζει ὅτι ὀφείλουν νὰ ἀκούσουν ὅσα γράφουν ὁ Μωυσῆς καὶ οἱ προφῆτες, ὁ πλούσιος ἐπιμένει ὅτι θὰ μετανοήσουν, μόνον ἐὰν ἕνας ἀπὸ τοὺς νεκροὺς πάει σὲ αὐτούς. Ὅμως ὁ Ἀβραὰμ εἶναι κατηγορηματικός. Ἐὰν δὲν ὑπακούσουν στὸν Μωυσῆ καὶ στοὺς προφῆτες, δὲν πρόκειται νὰ πεισθοῦν, οὔτε καὶ ἂν κάποιος νεκρὸς ἀναστηθεῖ. Θὰ φύγει ἡ πρώτη τους ἐντύπωση καὶ πάλι θὰ γυρίσουν στὴ σκληρότητά τους.
Στὴν περικοπή μας, ἀγαπητοί μου, δίνεται ἀπάντηση στὸ πρόβλημα, ποὺ ὀνομάζουμε κοινωνικὸ πρόβλημα. Γιατί ὑπάρχει αὐτὸ τὸ πρόβλημα; Γιατί ὑπάρχει ἡ ἁμαρτία. Αὐτὴ εἶναι ποὺ καθιστᾶ τὸν ἄνθρωπο ἄπληστο νὰ μὴ ξέρει τί ἔχει, ἐνῶ δίπλα του ὑπάρχει ὁ πτωχός, ὁ ἀδύναμος, ποὺ δὲν ἔχει μὲ τί νὰ ζήσει. Οἱ κοινωνικὲς ἀνισότητες εἶναι ἐμφανεῖς. Σήμερα ὑπάρχουν πεινασμένοι, γιατί ὑπάρχουν αὐτοὶ ποὺ σπαταλοῦν, ποὺ χορταίνουν καὶ δὲν ὑπολογίζουν τί κάνει ὁ ἀνήμπορος. Ἡ σπατάλη εἶναι πρόκληση γιὰ πολλούς. Ξοδεύουμε, ἐνῶ ἄλλοι δὲν ἔχουν μὲ τί νὰ ζήσουν. Ὁ Χριστιανισμὸς ἔλυσε τὸ ζήτημα τῶν κοινωνικῶν ἀνισοτήτων ἀθόρυβα καὶ ἀποτελεσματικά. Ὄχι μόνο γιατί στὴν πρώτη Ἐκκλησία δὲν ὑπῆρχαν πτωχοί, ἐφ’ ὅσον οἱ ἔχοντες ἔδιναν καὶ ὅλοι ἦσαν ἴσοι. Τὰ εἶχαν κοινά, πωλοῦσαν τὶς περιουσίες τους καὶ τὰ χρήματα τὰ διαμοίραζαν σὲ ὅλους ὅσοι εἶχαν ἀνάγκη. Ὄχι μόνο γιατί ὑπῆρχε ἕνας Βαρνάβας, ποὺ πούλησε τὸ χωράφι του καὶ ἔδωσε τὴν ἀξία του στοὺς ἀποστόλους. Ὄχι μόνο γιατί ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἶχε ὀργανώσει δίκτυο φιλανθρωπίας ἐξαίρετο καὶ θεωροῦσε τὴ συλλογὴ τῶν εἰσφορῶν “λειτουργία”, πρὸς ἀνακούφιση τῶν διωκομένων πιστῶν τῆς Παλαιστίνης. Ἀλλὰ καὶ γιατί ὁ Χριστιανισμός, χωρὶς καμμία ἐπανάσταση, χωρὶς βία, ἄλλαξε τὰ δεδομένα καὶ κατήργησε τὶς διακρίσεις σὲ πτωχοὺς καὶ πλουσίους, σὲ δούλους καὶ κυρίους. Ἔλυσε τὸ πρόβλημα στὴ ρίζα του, γιατί τόνισε τὴν μερικὴ ἀξία τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, τὴν ἀξιοποίησή τους γιὰ τὴ μετά θάνατον ζωή, τὴν ἰσότητα.
Αὐτὴ ἡ ζωὴ εἶναι ἀνάγκη πρῶτα φυσική, δεύτερο ἀνθρώπινη. Εἶναι καὶ ἀδιάψευστος λόγος τοῦ Κυρίου. Ὅταν βλέπουμε σήμερα τὴν κοινωνικὴ ἀδικία, νὰ εὐδοκιμοῦν οἱ κακοὶ καὶ νὰ δυστυχοῦν οἱ καλοί, πολλοὶ ἀναλογίζονται ἄν ὑπάρχει Θεός. Εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν ὑπάρχει Θεός, νὰ εἶναι ἄδικος; Τὰ πάντα κραυγάζουν ὅτι ὁ Θεὸς ὑπάρχει καὶ δὲν εἶναι ἄδικος. Εἶναι δίκαιος καὶ θὰ ἀνταποδώσει στὴν ἄλλη ζωή, ὅπως συνέβη μὲ τὸν πλούσιο, ποὺ ἀπόλαυσε τὰ ἀγαθά του στὴν ἐπίγεια ζωή του, ἐνῶ ὁ Λάζαρος τὰ «κακά», ποὺ ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε ὡς δοκιμασία. Ἐπειδὴ μόνος του δὲν τὰ διάλεξε, ἀλλὰ ὁ Θεὸς τὰ ἐπέτρεψε ὡς πειρασμό, ὡς δοκιμασία, γι’ αὐτὸ στὴν παραβολὴ δὲν διαβάζουμε ὅτι αὐτὰ ποὺ ὑπέφερε, ἦταν δικά του. Ὅλοι, ἐπίσης, θέλουμε νὰ ζήσουμε παντοτινά. Γι’ αὐτὸ ὁ Θεὸς ἔδωσε τὴν αἰώνια ζωή, γιὰ νὰ ἱκανοποιήσει αὐτὴν τὴ δίψα μας. Ἀλλὰ ἔχουμε καὶ τὸν ἀληθινὸ λόγο τοῦ Κυρίου, ὅτι θὰ ἔλθει πάλι, γιὰ νὰ μᾶς κρίνει κατὰ τὰ ἔργα μας, ὁ δίκαιος Κριτής.
Εκ της Ιεράς Μητροπόλεως