Κήρυγμα Ιεράς Μητροπόλεως Φλωρίνης, Πρεσπών και Εορδαίας για την Κυριακή Ζ´ Λουκά (27 Οκτωβρίου 2024)

  • 26/10/2024

Εὐαγγέλιο: Λουκᾶς 8:41-56

Ἡ θεραπεία τῆς αἱμορροούσης γυναικὸς καὶ ἡ ἀνάσταση τῆς κόρης τοῦ ἀρχισυναγώγου Ἰαείρου.

Ἡ σημερινὴ περικοπὴ ἀπὸ τὸ κατὰ Λουκᾶν εὐαγγέλιο περιέχει δύο “σημεῖα”, δύο θαύματα τοῦ Κυρίου μας: Τὴ θεραπεία τῆς αἱμορροούσης γυναικὸς καὶ τὴν ἀνάσταση τῆς κόρης τοῦ ἀρχισυναγώγου Ἰαείρου.

Ὁ Ἰησοῦς ἐπιστρέφει στὴ Γαλιλαία ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῶν Γαδαρηνῶν, οἱ ὁποῖοι τὸν ἐκδίωξαν, ὕστερα ἀπὸ τὴ θεραπεία τοῦ δαιμονισμένου. Πολὺς κόσμος τὸν ὑποδέχεται. Ὅλοι τὸν ἀναμένουν. Τί ἀντίθεση μὲ τοὺς Γαδαρηνούς! Τότε ἔρχεται ὁ ἀρχισυνάγωγος Ἰάειρος, ποὺ τὸ ὄνομά του σημαίνει φωτισμένος. Ἔχει μία μεγάλη ἀγωνία. Ἡ μονάκριβη δωδεκάχρονη κόρη του εἶναι ἑτοιμοθάνατη. Πέφτει στὰ γόνατα τοῦ Ἰησοῦ, τὸν παρακαλεῖ νὰ ἔλθει στὸ σπίτι του καὶ νὰ θεραπεύσει τὴ μοναχοκόρη του.

Ὁ Ἰησοῦς, πάντοτε σπλαχνικός, δέχεται τὸ αἴτημα τοῦ πονεμένου πατέρα καὶ μεταβαίνει στὸ σπίτι τοῦ Ἰαείρου. Τὸν συνοδεύει κόσμος, τόσο πολύς, ὥστε τὸν πιέζουν. Τότε μία γυναίκα, ποὺ ἔπασχε ἀπὸ συνεχῆ αἱμορραγία, ἔρχεται καὶ ἀπὸ πίσω ἀκουμπάει τὸν ποδόγυρο τοῦ ἐξωτερικοῦ ἐνδύματος τοῦ Ἰησοῦ. Εἶναι ἀπελπισμένη, ἀλλὰ ἔχει τὴν ἐλπίδα τῆς θεραπείας. Δώδεκα χρόνια ἔπασχε ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀρρώστια, ποὺ τῆς ἔφερνε ντροπή, γιατί ὁ μωσαϊκὸς νόμος τὴ θεωροῦσε ἀκάθαρτη. Ξόδεψε ὅλη τὴν περιουσία της στοὺς γιατρούς, ἀλλὰ κανεὶς δὲν μπόρεσε νὰ τὴ θεραπεύσει. Ἀντίθετα χειροτέρεψε. Ὅμως, μόλις ἀκούμπησε τὸν ποδόγυρο τοῦ ἐξωτερικοῦ ἐνδύματος τοῦ Ἰησοῦ, ἀμέσως σταμάτησε ἡ αἱμορραγία.

Ὁ Κύριος, ὡς παντογνώστης, γνωρίζει πολὺ καλὰ ποιά τὸν ἄγγιξε καὶ γιατί. Θέλει νὰ τῆς δείξει ὅτι μὲ τὴ θέλησή Του τῆς χάρισε τὴν ὑγεία, καὶ ὄχι γιατί κατὰ κάποιον τρόπο τὴν ἔκλεψε. Ρωτάει, λοιπόν: “Ποιός μὲ ἀκούμπησε;”. Ὅλοι οἱ παρευρισκόμενοι ἀρνοῦνται ὅτι τὸν ἄγγιξαν. Ὁ Πέτρος, μάλιστα, σὰν πιὸ αὐθόρμητος ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἐκφράζει τὴ σκέψη τῶν ἄλλων μαθητῶν καὶ τοῦ λέγει: “Κύριε, τόσος κόσμος σὲ ἔχει περικυκλώσει, σὲ πιέζουν, καὶ σὺ λέγεις, ποιός μὲ ἀκούμπησε;”. Ἀλλὰ ὁ Ἰησοῦς ἐπιμένει ὅτι κάποιος τὸν ἀκούμπησε, γιατί αἰσθάνθηκε νὰ βγαίνει δύναμη ἀπὸ αὐτόν. Τότε ἡ γυναίκα, ἐπειδὴ καταλαβαίνει ὅτι δὲν ξέφυγε ἀπὸ τὸν παντογνώστη Κύριο, ἔρχεται μὲ τρόμο, πέφτει στὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ καὶ μπροστὰ σὲ ὅλο τὸν λαὸ λέγει στὸν Κύριό μας ποιός ἦταν ὁ λόγος ποὺ τὸν ἀκούμπησε καὶ πῶς θεραπεύθηκε ἀμέσως. Ὁ Ἰησοῦς, μὲ κατανόηση, τὴν προσφωνεῖ ὡς θυγατέρα του, τὴν ἐμψυχώνει καὶ τὴν καλεῖ νὰ ἀποχωρήσει εἰρηνικὴ καὶ ἥσυχη. Ἡ πίστη της τὴν ἔσωσε. Εἶναι δὲ ἀξιοσημείωτο ὅτι πρώτη φορὰ ἐδῶ ὁ Ἰησοῦς ἀποκαλεῖ θυγατέρα μία γυναίκα.

Ἐν τῷ μεταξύ, ὁ Κύριος συνεχίζει νὰ βαδίζει πρὸς τὸ σπίτι τοῦ Ἰαείρου. Ἐνῶ ἀκόμη ὁμιλεῖ, ἔρχεται κάποιος ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ ἀρχισυναγώγου καὶ τοῦ λέγει ὅτι πέθανε ἡ κόρη του· γι’ αὐτὸ δὲν χρειάζεται νὰ βάλει σὲ κόπο τὸν Ἰησοῦ, νὰ ἔλθει στὸ σπίτι. Ἀλλὰ ὁ Ἰησοῦς προτρέπει τὸν Ἰάειρο νὰ μὴ φοβᾶται· μόνο νὰ πιστεύει καὶ θὰ σωθεῖ ἡ θυγατέρα του. Πρὶν κάνει τὸ θαῦμα, ζητεῖ τὴν πίστη, ὅπως ἔκανε καὶ μὲ τοὺς δύο τυφλούς. Ἔρχεται ὁ ζωοδότης στὸ σπίτι τοῦ Ἰαείρου καὶ βλέπει ἕνα θλιβερὸ θέαμα. Ὅλοι ἔκλαιγαν καὶ θρηνολογοῦσαν. Ἦταν συνήθεια τῶν κατοίκων τῆς Ἀνατολῆς νὰ κλαῖνε τοὺς νεκροὺς καὶ νὰ ὀδύρονται μὲ κραυγές. Ἀλλὰ ὁ Κύριος τοὺς λέγει: “Μὴ κλαῖτε· δὲν πέθανε, ἀλλὰ κοιμᾶται”. Οἱ παρευρισκόμενοι γελοῦν εἰς βάρος Του καὶ τὸν κοροϊδεύουν. Γνωρίζουν καλὰ ὅτι τὸ κορίτσι πέθανε. Ὅμως ὁ Ἰησοῦς προχωρεῖ στὸ ἔργο Του. Προηγουμένως δὲν ἔχει ἀφήσει κανένα νὰ μπεῖ στὸ σπίτι, παρὰ μόνον οἱ τρεῖς ἀγαπημένοι μαθητές Του, ὁ Πέτρος, ὁ Ἰάκωβος, ὁ Ἰωάννης, καὶ οἱ γονεῖς τοῦ κοριτσιοῦ. Τώρα βγάζει ἔξω ὅλους. Πιάνει τὸ χέρι τῆς θυγατέρας καὶ τῆς λέγει: “Κόρη, σήκω ἐπάνω”. Μὲ ἕνα λόγο ὁ Κύριος ἀνασταίνει τὴν κόρη τοῦ Ἰαείρου, ὅπως ἀνέστησε τὸν γιὸ τῆς χήρας στὴ Ναΐν, ὅπως ἀνέστησε τὸν Λάζαρο. Ἡ ψυχή τῆς κόρης ἐπέστρεψε στὸ σῶμα καὶ ἀμέσως σηκώθηκε. Δίνει ἐντολὴ ὁ Κύριος νὰ τῆς δώσουν νὰ φάει, κάτι ποὺ δείχνει ὅτι ὄχι μόνο τὴν ἐπανέφερε στὴν ζωή, ἀλλὰ καὶ τὴν ἔκανε ἀπολύτως ὑγιῆ. Παρὰ τὸ καταπληκτικὸ θαῦμα καὶ τὴν ἔκπληξη τῶν γονέων, ὁ Κύριος τοὺς δίνει ἐντολὴ νὰ μὴ ποῦν σὲ κανένα τὸ γεγονός. Δὲν θέλει νὰ ἐρεθίσει καὶ νὰ προκαλέσει τὸν φθόνο τῶν ἐχθρῶν Του.

Τὸ θαῦμα τῆς αἱμορροούσης γυναικὸς μᾶς διδάσκει μία μεγάλη ἀλήθεια. Τόσος κόσμος εἶναι τόσο κοντὰ στὸν Ἰησοῦ. Τὸν πιέζουν καὶ τὸν περικυκλώνουν. Ὅμως μόνο μία γυναίκα τὸν ἀγγίζει μὲ πίστη. Ὅλοι οἱ ἄλλοι τὸν ἀκουμποῦν, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα δὲν τὸν ἀγγίζουν. Γιατί δὲν ἔχουν πίστη. Καὶ μεῖς πόσες φορὲς νομίζουμε ὅτι ἀκουμπᾶμε τὸν Ἰησοῦ, ἀλλὰ πράγματι δὲν ἔχουμε κανένα ἀποτέλεσμα; Ἐκκλησιαζόμαστε κάποιες φορές, ὄχι τακτικά. Δὲν κοινωνοῦμε ἤ, ἂν κοινωνοῦμε, κοινωνοῦμε ἀπὸ συνήθεια. Δὲν καίγεται ἡ καρδιά μας ἀπὸ τὸν πόθο τοῦ Ἰησοῦ. Εἴμαστε σὰν τὴν καμπάνα, ποὺ μᾶς καλεῖ νὰ ἐκκλησιασθοῦμε, ἀλλὰ ἡ ἴδια μένει ἀπ’ ἔξω· δὲν μπαίνει μέσα. Μᾶς λείπει ἡ βαθειὰ πίστη, ποὺ ἐκδηλώνεται μὲ τὴν προσευχή, τὴ μελέτη τῆς ἁγίας Γραφῆς καὶ τὴ συμμετοχή μας στὰ ἱερὰ μυστήρια.

Μᾶς λείπει ἡ εὐλάβεια, ὁ φόβος, δηλαδή, ὁ σεβασμὸς πρὸς τὸν Θεό, τὸν ἅγιο καὶ τέλειο. Μᾶς λείπει ἡ ἁπλότητα, σὰν ἐκείνη τῆς αἱμορροούσης, ποὺ μὲ ἁπλότητα καὶ εἰλικρίνεια ἐκδήλωσε τὴν πίστη της. Μᾶς λείπει καὶ ἡ ταπείνωση, ἐκείνη ποὺ εἶχε ἡ αἱμορροοῦσα, ποὺ ταπεινώθηκε ἐνώπιον ὅλων καὶ ὅλοι ἔμαθαν τὸ πρόβλημά της. Ὅπως ἐκείνη, ἐμεῖς αἰσθανόμαστε ὅτι ἀσθενοῦμε, ὅτι εἴμαστε ἀτελεῖς; Μήπως ἐμεῖς πηγαίνουμε στὴν ἐκκλησία, ἐπειδὴ ἔτσι συνηθίσαμε; Μήπως, ἐνῶ προσευχόμαστε στὸν ναό, ὁ νοῦς μας ἀφαιρεῖται καὶ ταξιδεύει μακριά, στὶς δουλειές μας, στὰ κοσμικὰ προβλήματά μας; Ἔτσι ὅμως δὲν ἀγγίζουμε τὸν Θεό. Λησμονοῦμε νὰ ρίξουμε ὅλες τὶς μέριμνές μας στὸν Θεό, νὰ παραμερίσουμε γιὰ νὰ περάσει ὁ Κύριος. Μήπως ἔχουμε γίνει χλιαροὶ καὶ αὐτὴ ἡ χλιαρότητα δὲν μᾶς ἀφήνει νὰ ἀγγίξουμε μὲ θέρμη τὸν Σωτῆρα μας; Ἀλλὰ μόνον Αὐτὸς θὰ μᾶς δώσει τὴν ἴαση.

 Ἔχουμε σῶμα, ἔχουμε καὶ ψυχή, ἀγαπητοί μου. Τὸ σῶμα τὸ ἔπλασε ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸ χῶμα. Ἀλλὰ ἡ ψυχή μας δημιουργήθηκε στὸ σῶμα μὲ τὴν πνοὴ τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἀόρατη. Ὁ Θεὸς τὴν ἐνεφύσησε στὸ σῶμα. Ἑπομένως, τὸ σῶμα εἶναι ἡ ὑπηρέτρια, ἡ ψυχὴ ἡ κυρία. Δὲν μποροῦμε νὰ παραβλέπουμε τὴν κυρία καὶ νὰ φροντίζουμε τὴν ὑπηρέτρια. Ἐπειδὴ δὲ δημιουργήθηκε μὲ τὴν πνοὴ τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτὸ στὴ Γραφὴ λέγεται καὶ πνεῦμα, ὅπως στὴν περίπτωση τῆς θυγατέρας τοῦ Ἰαείρου, στὴν ὁποία «ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα». Ἡ ψυχὴ χαριτώνεται καὶ καλλιεργεῖται μὲ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Αὐτὴν τὴν καλλιέργεια εἴθε νὰ μᾶς χαρίσει ὁ Κύριος. Ἀμήν.

Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως