Κήρυγμα Ιεράς Μητροπόλεως Φλωρίνης, Πρεσπών και Εορδαίας για την Κυριακή ΙΔ´ Λουκά (1 Δεκεμβρίου 2024)

  • 30/11/2024

 

Εὐαγγέλιο: Λουκᾶς 18:35-43

Ἡ θεραπεία τοῦ τυφλοῦ τῆς Ἰεριχοῦς

Ἡ εὐαγγελικὴ περικοπή, ποὺ διαβάσαμε σήμερα, περιέχει τὴ θεραπεία τοῦ τυφλοῦ τῆς Ἰεριχοῦς, ποὺ μόνο ὁ Λουκᾶς τὴν ἀναφέρει. Σὲ αὐτὸν τὸν τυφλὸ ὁ Κύριος δίνει πρῶτα τὸ πνευματικὸ φῶς καὶ κατόπιν τὸ φυσικό. Αὐτὸ ἀκριβῶς κάνει καὶ σὲ ἄλλες θεραπεῖες.

Ὁ Ἰησοῦς πλησιάζει τὴν Ἰεριχώ. Εἶναι ἡ τελευταία ἄνοδός του πρὸς τὰ Ἰεροσόλυμα, γιὰ τὸ πάσχα τῶν Ἰουδαίων. Ἐκεῖ πρόκειται νὰ σταυρωθεῖ. Κοντὰ στὸν δρόμο στέκεται ἕνας τυφλὸς ποὺ ζητιανεύει. Γι’ αὐτὸν εἶναι μεγάλη εὐκαιρία, γιατί πλήθη κόσμου ἀνεβαίνουν στὰ Ἰεροσόλυμα. Δὲν βλέπει, ἀλλὰ ἀκούει. Ἀκούει ὅτι γίνεται θόρυβος ἀπὸ τὸν κόσμο ποὺ περνοῦσε. Ρωτάει, λοιπόν, νὰ μάθει τί εἶναι αὐτὰ ποὺ ἀκούει· γιατί τόσος θόρυβος, τόσος κόσμος; Τοῦ λέγουν ὅτι ἀπὸ ἐκεῖ περνάει ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ. Δὲν χάνει τὴν εὐκαι­ρία. Φωνάζει δυνατά: “’Ιησοῦ, ἀπόγονε τοῦ Δαυίδ, ἐλέησέ με”. Αὐτὸ τό “ἐλέησέ με” ἦταν ἡ συνηθισμένη φράση ποὺ ἔλεγαν ὅσοι ζητιάνευαν ἀπὸ τοὺς διαβάτες. Τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι πιστεύει τὸν Ἰησοῦ ὡς ἀπόγονο τοῦ Δαυίδ. Προφανῶς εἶχε ἀκούσει γιὰ τὸν Ἰησοῦ καὶ ὅτι κάνει πολλὲς θεραπεῖες. Γιατί νὰ χάσει τὴ μοναδικὴ εὐκαιρία ποὺ τοῦ δινόταν;

Ὁ ὄχλος, ὅμως, δυσανασχετεῖ. Ἐνοχλεῖται. Νομίζει ὅτι μαζί του πρὸς τὰ Ἰεροσόλυμα εἶναι ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας. Εἶναι ἀπρέπεια αὐτὸ ποὺ συμβαίνει, νὰ ζητιανεύει καὶ νὰ φωνάζει ἕνας τυφλός. Γι’ αὐτὸ ὅσοι προπορεύονται ἐπιπλήττουν τὸν τυφλό, γιὰ νὰ τὸν ἀναγκάσουν νὰ σωπάσει. Ἀλλὰ ὁ τυφλὸς πιὸ πολὺ φωνάζει: “Ἀπόγονε τοῦ Δαυίδ, ἐλέησέ με”. Ὁ Ἰησοῦς τὸν συμπονᾶ. Σταματᾶ καὶ δίνει ἐντολὴ νὰ τοῦ τὸν φέρουν. Ὁ τυφλὸς πλησιάζει καὶ ὁ Κύριος τὸν ρωτᾶ: “Τί θέλεις νὰ σοῦ κάνω;”. Ὡς Θεὸς ὁ Κύριος γνωρίζει τί θέλει ὁ τυφλὸς νὰ τοῦ κάνει. Ἀλλὰ τὸν ρωτᾶ, γιὰ νὰ δείξει ὅτι πρέπει νὰ συνεργήσει καὶ ὁ ἄνθρωπος· γιὰ νὰ δώσει στὸν τυφλὸ ἀφορμὴ νὰ δείξει τὴν πίστη του· γιὰ νὰ ἀκούσουν ὅλοι καὶ νὰ μὴ ἀμφιβάλλουν ὅτι πρόκειται γιὰ τυφλό. Μὲ θάρρος καὶ πίστη ὁ τυφλὸς ἀπαντᾶ: “Κύριε, θέλω νὰ ξαναδῶ”. Ὁ παντογνώστης Κύριος, ὁ ὁποῖος γνωρίζει ὅτι ὁ τυφλὸς ἔχει πίστη, τοῦ λέγει: “Κοίταξε· ἡ πίστη σου σὲ ἔσωσε”. Πῶς φαίνεται ἡ αὐθεντία, ἡ ἐξουσία τοῦ Κυρίου, νὰ δίνει ἐντολὴ καὶ νὰ θεραπεύει! Ἀμέσως ὁ τυφλὸς ἀνέκτησε τὸ φῶς του. Ἀκολουθοῦσε τὸν Ἰησοῦ καὶ δοξολογοῦσε τὸν Θεό. Τὸ ἴδιο καὶ ὅλος ὁ λαὸς ποὺ εἶδε τὸ θαῦμα. Δοξολογοῦσε τὸν Θεό. Τώρα πλέον ὁ Ἰησοῦς δὲν στέλνει στὸ σπίτι του τὸν τυφλό· οὔτε τοῦ ἀπαγορεύει νὰ διαφημίσει τὸ θαῦμα. Βαδίζει πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Ἂς μείνουν οἱ ἐχθροί Του μὲ τὸν φθόνο τους.

Ἡ θεραπεία τοῦ τυφλοῦ, ἀγαπητοί μου, ἦταν ὄχι ἁπλῶς ἕνα θαῦμα. Ἦταν τὸ σημεῖο, ὁ ὁδοδείκτης ποὺ δείχνει ὅτι Αὐτὸς ποὺ κάνει τὸ θαῦμα εἶναι Θεός. Δείχνει τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ. Δείχνει ὅτι Αὐτὸς ἔχει τὴ δύναμη νὰ θεραπεύει κατὰ τρόπο θαυμαστὸ καὶ ἀπὸ εὐγνωμοσύνη οἱ ἄνθρωποι νὰ τὸν ἀκολουθοῦν. Ὅσοι ἀκολουθοῦν τὸν Ἰησοῦ δὲν εἶναι χαμένοι. Τὸ τέλος τῆς πορείας εἶναι ἡ ζωὴ ἡ αἰώνια. Μαζί Του πορευόμαστε πρὸς τὸ Πάθος ἀλλὰ καὶ πρὸς τὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως.

Ἡ ἐπιμονὴ τοῦ τυφλοῦ διδάσκει καὶ ἐμᾶς νὰ ἐπιμένουμε στὴν προσευχή. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς εἶπε νὰ χτυπᾶμε, καὶ θὰ μᾶς ἀνοίξει· νὰ ζητᾶμε, καὶ θὰ μᾶς δώσει. Ὄχι ὅτι ὁ Κύριος δὲν γνωρίζει τὰ αἰτήματά μας. Τὰ γνωρίζει πρὶν ζητήσουμε. Ἀλλὰ θέλει νὰ προσευχόμαστε καὶ νὰ ἐπιμένουμε, γιατί ἐμεῖς κερδίζουμε. Κερδίζουμε ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Ἁγιαζόμαστε ἀπὸ τὴν ἁγιότητά Του. Παίρνουμε ἀπὸ τὸ ἄρωμα τῆς ἐπικοινωνίας μαζί Του. Ὅπως ἀπὸ τὸ ἀρωματοπωλεῖο βγαίνουμε καὶ εὐωδιάζουν τὰ ροῦχα μας, ἔτσι ἀπὸ τὴν προσευχὴ παίρνουμε τὴν ὀσμὴ τῆς ζωῆς, γιὰ τὴν ζωή. Ὅταν ἐπιμένουμε στὴν προσευχή, αὐτὸ δείχνει ὅτι ἀγαπᾶμε μὲ θέρμη τὸν Θεό. Ἡ καρδιά μας δὲν παγώνει ἀπὸ τὴν ἀπογοήτευση. Ἐπιμένουμε. Γιὰ τὴν “ἀναίδειά μας” θὰ μᾶς τὸ δώσει.

Ἀλλὰ ὁ Κύριος γνωρίζει ἄν μᾶς συμφέρει νὰ μᾶς δώσει αὐτὸ ποὺ τοῦ ζητᾶμε. Ἐμεῖς νομίζουμε ὅτι ὁ Κύριος δὲν εἰσήκουσε τὴν προσευχή μας. Ὑπάρχει καλύτερο παράδειγμα ἀπὸ ἐκεῖνο τῆς ἁγίας Μόνικας, τῆς μητέρας τοῦ ἁγίου Αὐγουστίνου; Μάννα καὶ γιὸς βρίσκονται στὴν ἀκρογιαλιὰ τῆς Καρχηδόνας, κοντὰ στὸ πλοῖο ποὺ θὰ φύγει στὴ Ρώμη. Ἡ ἁγία μητέρα γνωρίζει ὅτι στὴ Ρώμη ὁ γιός της, ποὺ δὲν εἶχε γίνει ἀκόμη Χριστιανός, θὰ γίνει χειρότερος. Δὲν θέλει νὰ μεταβεῖ ἐκεῖ ὁ Αὐγουστῖνος. Ἀλλὰ ὁ γιὸς λέγει ψέματα στὴ μητέρα, ὅτι θὰ ἀνεβεῖ λίγο στὸ πλοῖο νὰ χαιρετήσει ἕνα φίλο του καὶ θὰ ἐπιστρέψει. Αὐτὴ ἂς πάει στὸ παρεκκλῆσι τοῦ ἁγί­ου Κυπριανοῦ, νὰ προσευχηθεῖ. Ἡ Μόνικα προσεύχεται μὲ θέρμη νὰ μὴ πάει ὁ γιός της στὴ Ρώμη. Ὁ Θεὸς δὲν τὴν ἄκουσε τότε, γιὰ νὰ τῆς χαρίσει αὐτὸ ποὺ ζητοῦσε πάντα. Ὁ Αὐγουστῖνος πῆγε στὴ Ρώμη, κατόπιν γνώρισε τὸν ἅγιο Ἀμβρόσιο στὸ Μιλᾶνο, καὶ σιγά-σιγὰ ἄλλαξε ζωή. Ἡ ἐπίμονη προσευχή της εἶχε ἀντίκρυσμα.

Ὅταν προσευχόμαστε μὲ ἐπιμονή, δείχνουμε καὶ τὴ βαθειά μας πίστη, τὴν ἀταλάντευτη ἐμπιστοσύνη μας στὸν Θεό. Ἀπὸ ὅσους ταξίδευαν μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦ περίμενε κάποιος, πίστευε κάποιος ὅτι ὁ τυφλὸς θὰ ἀνακτήσει τὸ φῶς του; Κανείς. Ὁ τυφλὸς τῆς Ἰεριχοῦς, ὅμως, πίστευε καὶ γι’ αὐτὸ πῆρε τὴ θεραπεία ποὺ ζήτησε. Ἔτσι καὶ μεῖς νὰ προσευχόμα­στε μὲ τὴν ἀκλόνητη πίστη στὸν Θεό. Μπορεῖ ὅλοι νὰ μᾶς ἀπελπίζουν, νὰ μᾶς λένε ἐπιτέλους νὰ σιωπήσουμε, νὰ παύσουμε νὰ προσευχόμαστε, νὰ ζητᾶμε ἀπὸ τὸν Θεό. Ἀλλὰ ἐμεῖς νὰ ἐπιμένουμε νὰ ζητᾶμε, μὲ θερμὴ πνοή· μὲ πίστη ὅτι μόνον αὐτὸς μπορεῖ νὰ μᾶς χαρίσει αὐτὸ ποὺ συμφέρει στὴν ψυχή μας.

Ἀρκεῖ ἐμεῖς νὰ προσευχόμαστε μὲ ταπείνωση, μὲ καρδιὰ συντετριμμένη, μὲ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς μας. Ἂν νομίζουμε ὅτι ἤδη εἴμα­στε μέσα στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, δὲν θὰ βλέπουμε καμμία πόρτα τοῦ Θεοῦ νὰ κτυπήσουμε. Ἡ προσευχή μας εἶναι τὸ ταπεινὸ ἀνέβασμά μας πρὸς τὸν Θεό. Μόνο ἡ ταπείνωση μπορεῖ νὰ μᾶς ἀνυψώσει στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ. Χρειάζεται ἡ ἐμπιστοσύνη μας στὸν Κύριο, ὅπως ἐμπιστευόμασταν τὴ μάννα μας καὶ βάζαμε τὸ μικρό μας χέρι μέσα στὸ δικό της μεγάλο χέρι, γιὰ νὰ γράψουμε τὰ πρῶτα γράμματα. Ἡ προσευχὴ εἶναι ἁπαλή, σὰν τὸ χειρουργικὸ γάντι, ποὺ μόνο μ’ αὐτὸ μπορεῖ νὰ χειρουργήσει ὁ χειρουργός· σὰν τὸ ἁπαλὸ πανί, ποὺ μὲ τὸ φύσημα τοῦ ἀνέμου φουσκώνει καὶ κινεῖ τὸ ἱστιοφόρο. Ὅταν ὅλα γύρω μας εἶναι μαῦρα καὶ βλέπουμε ὅτι βυθιζόμαστε, δὲν μᾶς ἀπομένει τίποτε ἄλλο, παρὰ μόνο σὰν τὸν Πέτρο νὰ φωνάξουμε: «Κύριε, σῶσόν με». Ὅταν γύρω μας ὑψώνονται ἄγρια τὰ κύματα τῆς ζωῆς, μόνο στὸν Κύριο μποροῦμε νὰ ἁπλώσουμε τὸ χέρι μας, γιὰ νὰ γλυτώσουμε. Ὅλοι ἔχουμε τὴν ἀνάγκη τοῦ Ἰησοῦ, ἀκόμη καὶ αὐτοὶ ποὺ δὲν τὸ ξέρουν. Μόνον ἡ δική Του φωνὴ μπορεῖ νὰ μᾶς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴν τύφλωσή μας. Μόνον ἡ δική Του προσταγὴ μπορεῖ νὰ μᾶς ἐλεήσει, νὰ μᾶς δώσει πάλι τὸ φῶς τὸ πνευματικό, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἔχουμε τόση ἀνάγκη. Γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ προχωρήσουμε μαζί Του ἀσφαλεῖς στὸ διάβα τῆς ζωῆς. Ἀμήν.

Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως