Αρχαιολογικοί χώροι

Στο Νομό Φλώρινας η αρχαιολογική έρευνα έχει αποκαλύψει ανθρώπινες δραστηριότητες που καλύπτουν μια μακρά χρονική περίοδο, από τους νεολιθικούς χρόνους μέχρι και τη μεταβυζαντινή εποχή. Το πλούσιο γεωγραφικό ανάγλυφο, τα άφθονα νερά και η επάρκεια των πόρων στην περιοχή συνετέλεσαν σε αυτή την έντονη ανθρωπογενή δραστηριότητα.
Στις λεκάνες της Φλώρινας και του Αμυνταίου εντοπίστηκε πληθώρα προϊστορικών εγκαταστάσεων, που αντιπροσωπεύουν και τις τρεις μεγάλες χρονολογικές ενότητες της προϊστορία: τη Νεολιθική, την Εποχή του Χαλκού και την Εποχή του Σιδήρου. Η προϊστορική περίοδος αντιπροσωπεύεται από τους προϊστορικούς οικισμούς του Αρμενοχωρίου, του Αγίου Παντελεήμονα, της Βεγόρας (στις θέσεις Νησί και Τσαΐρια), του Βαρικού, των Πετρών, του Λιμνοχωρίου κ.α.

Ο οικισμός του Αρμενοχωρίου (5 χλμ. ΒΑ της Φλώρινας) είναι η πληρέστερη, μέχρι τώρα, ερευνημένη θέση. Στα ΒΔ του σύγχρονου οικισμού εντοπίστηκε πρώιμη εγκατάσταση της Μέσης και Νεότερης Νεολιθικής περιόδου, ενώ στους πρόποδες του λόφου αντιπροσωπεύεται η πρώιμη Εποχή του Χαλκού με τρεις οικιστικές φάσεις. Η αδιάκοπη κατοίκηση για περισσότερο από τρεισήμισι χιλιετίες οφείλεται στην κομβική θέση που κατείχε στο δίκτυο των εμπορικών και πολιτιστικών συναλλαγών, αλλά και των δρόμων επικοινωνίας της εποχής.

Στο χωριό ’γιος Παντελεήμων, κοντά στο εξωκλήσι της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, εντοπίστηκαν ίχνη λιμναίου οικισμού της νεολιθικής περιόδου (στη λίμνη Βεγορίτιδα), καθώς και εκτεταμένο νεκροταφείο με κιβωτιόσχημους τάφους της χαλκολιθικής – πρώιμης εποχής σιδήρου (1600 – 600 π.Χ.) με πολλά ευρήματα (αμφορείς, κοσμήματα και διάφορα μικροαντικείμενα από χαλκό, σίδερο, γυαλί, πηλό, ξύλο και χρυσό). Ο παραλίμνιος οικισμός του Αγίου Παντελεήμονα χαρακτηρίζεται από παρατεταμένη διάρκεια κατοίκησης, η οποία καλύπτει σχεδόν 5,5 χιλιετίες. Μεταξύ των ευρημάτων που έχουν εντοπιστεί αναφέρουμε λίθινα λειασμένα και πυρολιθικά εργαλεία, πήλινα σφοντύλια, καθώς και όστρακα χειροποίητων αγγείων με καστανό ή ερυθρό επίχρισμα.

Οι οικιστικές εγκαταστάσεις στην περιοχή διατηρήθηκαν μικρές, με προσωρινό χαρακτήρα και αγροτική οικονομία, ενώ λίγα ήταν τα αστικά κέντρα. Οι πόλεις ’ρνισσα και Λεβαία που αναφέρονται στις πηγές δεν έχουν εντοπιστεί αρχαιολογικά. Μοναδική μαρτυρία για την ύπαρξη οργανωμένου οικισμού των κλασσικών χρόνων παραμένει ένα τμήμα νεκροταφείου, που ανασκάφηκε στο χωριό Φαράγγι, κοντά στη λίμνη Βεγορίτιδα. Η συστηματική ίδρυση πόλεων στην περιοχή της ’νω Μακεδονίας ξεκίνησε από το βασιλιά Φίλιππο Β΄ για λόγους πολιτικούς και στρατιωτικούς. Οι αρχαιότερες πόλεις στην περιοχή ήταν η Ηράκλεια (κοντά στη Φλώρινα), η Κέλλα (σημερινή Κέλλη) και η Βεύη. Αρχαίοι οικισμοί εντοπίστηκαν στο χωριό Αχλάδα, κάτω από το Μοναστήρι του Αγίου Χαραλάμπους, καθώς και στο χωριό Εθνικό.

Τα ευρήματα της ελληνιστικής περιόδου προσφέρουν πολύτιμες μαρτυρίες για την ιδιωτική και δημόσια ζωή των κατοίκων της περιοχής, τις λατρευτικές πρακτικές και τις παραγωγικές δραστηριότητές τους:

Πέτρες Αμυνταίου: Η ελληνιστική πόλη των Πετρών βρίσκεται στο βόρειο άκρο της Εορδαίας. Υπήρξε μια καλά οργανωμένη αγροτοβιοτεχνική πόλη με οικονομική ευμάρεια και υψηλό βιοτικό επίπεδο, που οφειλόταν τόσο στο εύφορο κάμπο της όσο και στη λειτουργία της ως εμπορικού κέντρου πάνω στην Εγνατία οδό. Κτισμένη σε θέση οχυρή, αναπτύσσεται γύρω από ένα κεντρικό αστικό ιερό, το οποίο συνιστά τον πυρήνα της δημόσιας ζωής και καθορίζει σε μεγάλο βαθμό όλη την κοινωνία και την ιδιωτική ζωή των κατοίκων της. Η πόλη περικλειόταν από τείχος και το πολεοδομικό της σύστημα ήταν προσαρμοσμένο στη διαμόρφωση του επικλινούς εδάφους. Οι οικίες ήταν οργανωμένες σε ομάδες τριών – τεσσάρων και κτισμένες σε αλλεπάλληλα άνδηρα. ’ρτια οργανωμένο σύστημα παροχής νερού κατέληγε σε κρήνες σε διάφορα σημεία της πόλης, όπου λειτουργούσαν εργαστήρια κεραμικής, μεταλλοτεχνίας και γλυπτικής. Η πόλη ιδρύθηκε τον 3ο αι. π.Χ. από τον Αντίγονο Γονατά και οι δύο κύριες οικοδομικές της φάσεις χρονολογούνται στον 3ο και το 2ο αι. π.Χ.

Ελληνιστική πόλη της Φλώρινας: βρίσκεται στη βόρεια πλαγιά της δασωμένης λοφοσειράς του Αγίου Παντελεήμονα, κτισμένη σε κανονικά οικοδομικά τετράγωνα πάνω στα επάλληλα άνδηρα του λόφου. Σε κάθε τετράγωνο υπήρχαν συνήθως τρεις οικίες που περιελάμβαναν τρεις ή τέσσερις χώρους με εστίες, αποθήκες με μεγάλα πιθάρια, καθώς και εγκαταστάσεις επεξεργασίας διάφορων προϊόντων και κατεργασίας σιδήρου, όπως μαρτυρεί η παρουσία ενός μεταλλευτικού κλιβάνου, πλήθους σιδερένιων εργαλείων και σιδηρόμαζας που εντοπίστηκαν κατά τη διάρκεια των ανασκαφικών εργασιών. Η κεραμική που εντοπίστηκε μαρτυρεί στενή σχέση με την Πέλλα, την πρωτεύουσα του μακεδονικού κράτους, ενώ τις εμπορικές σχέσεις με άλλες περιοχές του ελληνικού κόσμου αποδεικνύουν οι ενσφράγιστες λαβές αμφορέων και τα διάφορα νομίσματα. Η κατοίκηση της πόλης πρέπει να άρχισε στον 4ο αι. π.Χ. και έληξε στις αρχές του 1ου αι. π.Χ. λόγω μιας μεγάλης πυρκαγιάς, πιθανότατα μετά από εχθρική εισβολή. Ωστόσο, η ανεύρεση κεραμικής και από τη 2η χιλιετία π.Χ. είναι ενδεικτική της ύπαρξης εγκατάστασης στην περιοχή από τους προϊστορικούς χρόνους.

Πλήθος αρχαιολογικών ευρημάτων, ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων, έχει εντοπιστεί στην ευρύτερη αγροτική περιοχή του οικισμού της Βεγόρας, όπου πιθανότατα υπήρχε η αρχαία πόλη Βοκερία. Η έρευνα έχει, μέχρι στιγμής, αποκαλύψει οργανωμένο και τειχισμένο αστικό κέντρο των ελληνιστικών χρόνων, το οποίο εξακολουθούσε να κατοικείται και στη ρωμαϊκή εποχή εξελισσόμενο σε μια καλά οργανωμένη αγροτική εγκατάσταση. Από την περιοχή προέρχεται το σπάνιο εύρημα της χάλκινης μακεδονικής ασπίδας του στρατιωτικού σώματος των χαλκάσπιδων με επιγραφή ΒΑΣΙΛΕ[ΩΣ] [ΑΝΤΙΓΟΝΟ]Υ, η οποία πιθανότατα αποτελεί κατάλοιπο και μαρτυρία της γνωστής μάχης του 294 π.Χ. που, σύμφωνα με τις γραπτές πηγές, διεξήχθη στην περιοχή μεταξύ του βασιλιά της Ιλλυρίας Πύρρου και του μακεδονικού στρατού του βασιλιά Αντιγόνου.

Παλαιότερες ανασκαφές στο νησάκι του Αγίου Αχιλλείου εντόπισαν την πόλη Λύκα με δύο οικοδομικές φάσεις των ελληνιστικών χρόνων, ενώ το μεγαλύτερο τμήμα της αρχαίας πόλης ήταν βυθισμένο στα νερά της λίμνης. Η ζωή της ελληνιστικής πόλης συνεχίζεται και στα ρωμαϊκά χρόνια, οπότε ο οικισμός επεκτείνεται σχεδόν μέχρι τα όρια του σημερινού μικρού οικισμού.

Τέλος, αντιπροσωπευτικά ευρήματα από τη ρωμαϊκή περίοδο έχουμε στις Κάτω Κλεινές (στη θέση Κρούσα), καθώς και στις εντοπισμένες οικιστικές εγκαταστάσεις στα χωριά Βατοχώρι, Πύλη, Μελίτη, Παρώρειο, Παλαίστρα, Σιταριά, Κάτω Υδρούσα, Αγία Παρασκευή, Αντίγονο και Λιμνοχώρι. Οι περισσότεροι από αυτούς τους οικισμούς εξακολουθούν να υπάρχουν και στους επόμενους αιώνες, μεταλλαγμένοι σε νέες μικρότερες οικιστικές φόρμες, τειχισμένοι με κάστρα και με μια χαρακτηριστική εσωστρέφεια, εξαρτημένοι από τη διοίκηση και την προστασία δυναμικών τοπικών ηγεμόνων. Με αυτό τον τρόπο διαπιστώνεται η αδιάκοπη παρουσία ορισμένων πολισμάτων από τη ρωμαϊκή σε όλη τη βυζαντινή περίοδο.